- αγκυλοκοπώ
- ἀγκυλοκοπῶ (-έω) (Μ)προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη -κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ -κοπώ (βωλο-κοπώ, σφυρο-κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε -κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.